καρυοθλάστης

καρυοθλάστης
ο
ο καρυοθραύοτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θλάστης (< θλάστης < θλω «σπάω, τσακίζω») πρβλ. εμβρυο-θλάστης, κρανιο-θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”